λιπαρίς

λιπαρίς
η
ζωολ.
1. γένος σκληροπάρειων σκορπιονοειδών τελεόστεων ιχθύων τής οικογένειας κυκλοπτερίδες
2. η λυμάντρια.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. liparis < νεολατ. liparis < λιπαρός. Η λ. μαρτυρείται από το 1890 στην εφημερίδα Ακρόπολις].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • αμπέλι — Η λέξη σημαίνει κυρίως την έκταση γης όπου καλλιεργείται το φυτό άμπελος η οινοφόρος,το κλήμα, αλλά και το ίδιο το φυτό ή και τις συστάδες του. Το α. ανήκει στην οικογένεια των αμπελιδών (δικοτυλήδονα, τάξη ραμνωδών) και προέρχεται, όπως φαίνεται …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”